- ηλεκτραγγέλτης
- ο противопожарная электросигнализация
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ηλεκτραγγέλτης — ο ειδική ηλεκτρική συσκευή που με ήχο ή φως αναγγέλλει αυτόματα ένα συμβάν, π.χ. ηλεκτρικό κουδούνι, σειρήνα κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλεκτρ(ο) * + αγγέλλω] … Dictionary of Greek
ηλεκτρ(ο)- — α συνθετικό λέξεων το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται, προέρχεται, κινείται με ηλεκτρισμό ή αναφέρεται σ αυτόν (π.χ. ηλεκτρομηχανή, ηλεκτραγωγός, ηλεκτροχημεία κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων, που ανάγονται κανονικώς σε ξένες… … Dictionary of Greek